προφυλακτικός

προφυλακτικός
προφυλακτικός
prophylactic
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προφυλακτικός — ή, ό / προφυλακτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και προφυλαχτικός, ή, όν Ν [προφυλάσσω] ο κατάλληλος να προφυλάξει από κάτι, αυτός που λαμβάνεται για προφύλαξη (α. «προφυλακτικά μέτρα» β. «προφυλακτικὸν ἰοβόλων», Διοσκ. γ. «προφυλακτικὴ ζώνη», Γαλ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • προφυλακτικά — προφυλακτικός prophylactic neut nom/voc/acc pl προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc/acc dual προφυλακτικά̱ , προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικῶν — προφυλακτικός prophylactic fem gen pl προφυλακτικός prophylactic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικόν — προφυλακτικός prophylactic masc acc sg προφυλακτικός prophylactic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικαῖς — προφυλακτικός prophylactic fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικαί — προφυλακτικός prophylactic fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικοῖς — προφυλακτικός prophylactic masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικοί — προφυλακτικός prophylactic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικοῦ — προφυλακτικός prophylactic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφυλακτικῆς — προφυλακτικός prophylactic fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”